υπέρκαλος

υπέρκαλος
-ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α
πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος.
επίρρ...
ὑπερκάλως Α
(κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρκαλος — exceedingly beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκάλως — ὑπέρκαλος exceedingly beautiful adverbial ὑπέρκαλος exceedingly beautiful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρκαλον — ὑπέρκαλος exceedingly beautiful masc/fem acc sg ὑπέρκαλος exceedingly beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκάλων — ὑπέρκαλος exceedingly beautiful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρκαλα — ὑπέρκαλος exceedingly beautiful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπερκάλως — Α επίρρ. βλ. ὑπέρκαλος …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”